μυρίνης

μυρίνης
μυρίνης και μυρρίνης, ὁ (Α)
1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη
2. κρασί αρωματισμένο με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. -ίνης, πρβλ. κεγχρ-ίνης) και μυρρίνης (< μύρρα + κατάλ. -ίνης) ή αν κάποιος από τους δύο σχηματίστηκε κατ' επίδραση τού άλλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυρίνης — sweet wine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυρίνης — Μύρινα fem gen sg (attic epic ionic) Μυρίνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίναι — μυρίνης sweet wine masc nom/voc pl μυρίνᾱͅ , μυρίνης sweet wine masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρινῶν — μυρίνης sweet wine masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίναις — μυρίνης sweet wine masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίνη — μυρίνης sweet wine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίνην — μυρίνης sweet wine masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίνῃ — μυρίνης sweet wine masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίνα — μυρίνᾱ , μυρίνης sweet wine masc nom/voc/acc dual μυρίνης sweet wine masc voc sg μυρίνᾱ , μυρίνης sweet wine masc gen sg (doric aeolic) μυρίνης sweet wine masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίναν — μυρίνᾱν , μυρίνης sweet wine masc acc sg (epic doric aeolic) μυρίνης sweet wine masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”